της Έλενας Μπούλια
Ξεκάθαρη απάντηση στο γιατί φοβόμαστε δεν υπάρχει. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση λέει ότι ο φόβος (ή η φοβία) είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του οργανισμού να μειώσει το άγχος –καταρχήν το υπαρξιακό. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι το συναίσθημα αυτό εμφανίζεται στον άνθρωπο ήδη από την αρχή της ζωής του, με διάφορες αφορμές, και ανάλογα με το πώς το περιβάλλον του και ο ίδιος θα το διαχειριστεί, μπορεί να επηρεάσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ζωή του.
Κανένας γονιός, όμως, δεν θέλει παιδιά φοβισμένα, με άγχη και αγωνίες –ούτε, όμως, και παιδιά παράτολμα, που θα αψηφούν κάθε κίνδυνο, φτάνοντας στα όρια της αναισθησίας. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, τα δυσάρεστα συναισθήματα του άγχους και του φόβου μας ακολουθούν, με διαφορετικές αφορμές, σε κάθε ηλικία, για όλη μας την ζωή. Το στοίχημα είναι να μην τα αφήνουμε να βάζουν εμπόδια στην ζωή μας –και να μάθουμε και στα παιδιά μας να κάνουν το ίδιο.
Ο φόβος στην βρεφική ηλικία Οι παιδοψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι οι παιδικές φοβίες εμφανίζονται από την βρεφική ηλικία, από την αρχή της ζωής του βρέφους, όταν ακόμα είναι ευάλωτο στους δυνατούς θορύβους. «Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους δυνατούς κρότους, αλλά κυρίως στις δυνατές φωνές των μεγάλων, ειδικά του πατέρα που ταράζει περισσότερο τα παιδιά με την χροιά της φωνής του, και στην αρνητική αίσθηση των καβγάδων», λέει η ψυχολόγος κ. Γώγα Κυριακίδου. Και συμπληρώνει «αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μεγαλώνουμε παιδιά υπερευαίσθητα στους θορύβους και ανεξοικείωτα με το περιβάλλον. Μεγαλώνουμε παιδιά που θέλουμε να αντιμετωπίσουν τον κόσμο με αυτοπεποίθηση, χωρίς να χρειάζονται δεκανίκια».
Στους 6-7 μήνες εκδηλώνεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, η έντονη επιθυμία του βρέφους να βρίσκεται κοντά σε ένα και μόνο πρόσωπο –συνήθως τη μητέρα. Όταν αποχωρίζεται το πρόσωπο αυτό το μωρό βιώνει έντονη δυσφορία, η οποία ονομάζεται φόβος του αποχωρισμού, και ταυτόχρονα βιώνει άγχος για τα άγνωστα πρόσωπα που βρίσκονται τις στιγμές εκείνες μαζί του.Οι γονείς οφείλουν να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας για το παιδί, είτε το μεγαλώνουν οι ίδιοι είτε οι παππούδες είτε κάποια νταντά. Το παιδί δεν γεννιέται φοβικό, γι’αυτό αν παρουσιάζει τέτοια σημάδια με τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα του, κάτι δεν λειτουργεί σωστά», λέει η παιδοψυχολόγος κ. Μαρία Σαράντη. Μαζί της συμφωνεί και η κ. Κυριακίδου και συμπληρώνει ότι «ο άνθρωπος που θα προσέχει και θα φροντίζει το παιδί τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ιδανικά κάποια γιαγιά, χρειάζεται να μην αλλάζει, να παραμένει ο ίδιος, ώστε το παιδία να αισθανθεί τη δέσμευση που έχει ανάγκη. Επίσης, όταν η μαμά επιστρέφει από την εργασία της χρειάζεται να ασχολείται με το παιδί της και να είναι παρούσα 100% τις ώρες που θα είναι μαζί του».
Ο φόβος στη νηπιακή ηλικία Το Ερευνητικό Ινστιτούτο Θεραπείας Εκπαίδευσης αναφέρει πως στη νηπιακή ηλικία εμφανίζονται για πρώτη φορά φοβίες για φανταστικά και υπερφυσικά όντα (π.χ. φαντάσματα, μάγισσες κ.λ.π.), φόβος για το σκοτάδι (νυκτοφοβία), αλλά και για πράγματα και καταστάσεις που τους προκάλεσαν πόνο (π.χ. παιδίατρος). Άλλες συχνές φοβίες στις ηλικίες αυτές έχουν να κάνουν με τις καταιγίδες (βροντές-αστραπές), την θάλασσα και τα ζώα (π.χ. ένας μεγάλος σκύλος που γαβγίζει).
Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει ξεκινούν οι φόβοι του θανάτου, της ασθένειας, των τραυμάτων, των ατυχημάτων, εντείνεται ο φόβος του σκοταδιού, ενώ μπορεί να γεννηθεί η άρνηση του παιδιού να μείνει μόνο του.
Το παιδί, δηλαδή, αρχίζει σιγά-σιγά να αποκτά τις δικές του εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε καταστάσεις φόβου (π.χ. αν έκαψε μια φορά το χέρι το με ένα κερί, μπορεί να φοβάται τα κεριά), ενώ μπορεί και να «κληρονομήσει» τους φόβους και τις φοβίες των γονιών του (αν, για παράδειγμα, η μητέρα είναι κλειστοφοβική και εκφράζει τρόμο κάθε φορά που μπαίνει σε ασανσέρ, το πιθανότερο είναι ότι το παιδί θα μιμηθεί αυτή την αντίδραση).
Όπως επισημαίνει η κ. Σαράντη «σημαντικό σε αυτές τις ηλικίες είναι να μην προκαλεί ο γονιός φόβους, δηλαδή να μην τρομοκρατεί το παιδί με κουβέντες όπως ‘φάε το φαί σου γιατί θα έρθει ο λύκος’ και κυρίως να μην το κοροϊδέψουν για τους φόβους του».
Ο φόβος στην παιδική -σχολική- ηλικία Όταν το παιδί εισέρχεται στην φάση της σχολικής ζωής στους φόβους της νηπιακής ηλικίας -ή έστω σε αυτούς που δεν έχουν ακόμα εξασθενίσει- προστίθενται διάφορες σχολικές φοβίες, οι οποίες συνδέονται με κάποια δυσάρεστη κατάσταση που το παιδί βίωσε εκεί.
Από τα 10 έτη και μετά οι περισσότερες παιδικές φοβίες (π.χ. φαντάσματα, σκοτάδι κ.λ.π.) κατά κανόνα εξαφανίζονται, ενώ εντείνονται οι ρεαλιστικοί φόβοι, τόσο για το σχολείο (π.χ. εξετάσεις, σχέσεις με καθηγητές) όσο και για την συνολική ζωή και το μέλλον του παιδιού.
«Και είναι τότε που οι γονείς πρέπει να δώσουν έμφαση στην συζήτηση με το παιδί, να βρουν την αιτία των φόβων του και να μην το κρίνουν, π.χ. λέγοντας ‘οι άνδρες δεν φοβούνται’ ή ‘μωρό είσαι και φοβάσαι;’», συμπληρώνει η παιδοψυχολόγος.
Πώς βιώνουν τα παιδιά τον φόβο; Σύμφωνα με την ψυχολόγο κ. Αγγελική Παναγιωτοπούλου, το πρώτο πράγμα που επιδιώκουν τα παιδιά εν όψει μιας κατάστασης που τα φοβίζει είναι να την αποφύγουν –π.χ. να μην θέλουν να κοιμηθούν μόνα τους τα βράδια ή να μην θέλουν να πλησιάσουν ένα αντικείμενο ή ένα ζώο.
Την ίδια στιγμή, ειδικά αν δεν είναι σε θέση να εκφράσουν λεκτικά τον φόβο τους, εκδηλώνουν σωματικά συμπτώματα, όπως πόνο στην κοιλιά, εφίδρωση, ταχυπαλμία, αίσθημα τρόμου, ζάλη. Επίσης, τις στιγμές εκείνες, ζητούν συνήθως επίμονα την παρουσία του γονιού.
Ένας φόβος ή μια φοβία, όμως, που δεν θα αντιμετωπιστεί ή, αντίθετα, που θα επιδεινωθεί, μπορεί σιγά-σιγά να εξελιχθεί με κρίσεις πανικού και επεισόδια άγχους, συχνά και απέναντι σε καταστάσεις από τις οποίες το παιδί δεν κινδυνεύει πραγματικά, αλλά έτσι πιστεύει. Όπως λέει και η κ. Κυριακίδου, «οι φόβος είναι ένα συναίσθημα απαραίτητο για την επιβίωσή μας».
Ο ρόλος του γονιού στην διαχείριση και αντιμετώπιση των φόβων Παρόλο που οι παιδικές φοβίες είναι, ως επί το πλείστον, παροδικές αντιδράσεις και εξαφανίζονται με την ανάπτυξη του παιδιού, δεν παύουν να του προκαλούν έστω και παροδική αναστάτωση. Άλλωστε, «το πώς θα μεγαλώσουμε το παιδί μας και σε τι περιβάλλον θα αναπτυχθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι καθοριστικό στο αν το παιδί θα βιώνει τους φυσιολογικούς φόβους ή θα αναπτύξει κάποιες διαταραχές στην ενήλικη ζωή του», λέει η κ. Κυριακίδου.
Ωφέλιμο, λοιπόν, είναι οι γονείς να σταθούν στο πλευρό του παιδιού εκείνες τις στιγμές, αφενός ενθαρρύνοντας το να εξηγήσει τους φόβους του, ώστε να διακρίνει μόνο του αν είναι ρεαλιστικοί ή μη, αφετέρου βοηθώντας το να αναπτύσσει τεχνικές για να τους αντιμετωπίζει, π.χ. αν φοβάται το σκοτάδι, να ανάβει το φως.
Άλλες στρατηγικές που μπορούν οι γονείς να ακολουθήσουν για να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, όπως συμβουλεύει το Ε.Ι.Θ.Ε., είναι:
-Να φέρνουν το παιδί σε επαφή με το αντικείμενο του φόβου του, σταδιακά και σε συνθήκες που να νιώθει ασφαλές, και να του εξηγούν για ποιους λόγους δεν χρειάζεται να φοβάται.
-Να ενθαρρύνουν το παιδί να δοκιμάζει νέες, διαφορετικές καταστάσεις, αλλά και να το προετοιμάζουν γι’αυτές.
-Καθώς μεγαλώνει, να ενθαρρύνουν την αυτονομία του.
-Να του δίνουν παραδείγματα συνομηλίκων του που δεν έδειξαν φόβο προς το ίδιο φοβικό ερέθισμα.
-Να προσπαθούν να συνδέουν με ευχάριστα συναισθήματα το φοβικό αντικείμενο (π.χ. σκοτάδι έχει και στο σινεμά, αλλά εκεί δεν φοβούνται).
-Και φυσικά, να ελέγχουν οι ίδιοι τις δικές τους αδικαιολόγητες φοβίες, για να μην αποτελούν κακό πρότυπο για το παιδί.
Εφόσον, βέβαια, οι φόβοι και οι φοβίες των παιδιών χειροτερέψουν και αρχίσουν να δημιουργούν προβλήματα στην ζωή του, είναι απαραίτητο οι γονείς να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό (ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή με εξειδίκευση στα παιδιά) ώστε να μειωθεί το άγχος τους και να μπορέσουν να έχουν μία ποιοτική ζωή. Παράλληλα, πιθανώς να χρειαστεί να παρακολουθήσουν και οι ίδιοι οι γονείς κάποιες συνεδρίες συμβουλευτικές για να κατανοήσουν το πρόβλημα και να υιοθετήσουν την σωστή συμπεριφορά που θα βοηθήσει το παιδί τους.
πηγη. in2life
Ξεκάθαρη απάντηση στο γιατί φοβόμαστε δεν υπάρχει. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση λέει ότι ο φόβος (ή η φοβία) είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του οργανισμού να μειώσει το άγχος –καταρχήν το υπαρξιακό. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι το συναίσθημα αυτό εμφανίζεται στον άνθρωπο ήδη από την αρχή της ζωής του, με διάφορες αφορμές, και ανάλογα με το πώς το περιβάλλον του και ο ίδιος θα το διαχειριστεί, μπορεί να επηρεάσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ζωή του.
Κανένας γονιός, όμως, δεν θέλει παιδιά φοβισμένα, με άγχη και αγωνίες –ούτε, όμως, και παιδιά παράτολμα, που θα αψηφούν κάθε κίνδυνο, φτάνοντας στα όρια της αναισθησίας. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, τα δυσάρεστα συναισθήματα του άγχους και του φόβου μας ακολουθούν, με διαφορετικές αφορμές, σε κάθε ηλικία, για όλη μας την ζωή. Το στοίχημα είναι να μην τα αφήνουμε να βάζουν εμπόδια στην ζωή μας –και να μάθουμε και στα παιδιά μας να κάνουν το ίδιο.
Ο φόβος στην βρεφική ηλικία Οι παιδοψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι οι παιδικές φοβίες εμφανίζονται από την βρεφική ηλικία, από την αρχή της ζωής του βρέφους, όταν ακόμα είναι ευάλωτο στους δυνατούς θορύβους. «Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους δυνατούς κρότους, αλλά κυρίως στις δυνατές φωνές των μεγάλων, ειδικά του πατέρα που ταράζει περισσότερο τα παιδιά με την χροιά της φωνής του, και στην αρνητική αίσθηση των καβγάδων», λέει η ψυχολόγος κ. Γώγα Κυριακίδου. Και συμπληρώνει «αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μεγαλώνουμε παιδιά υπερευαίσθητα στους θορύβους και ανεξοικείωτα με το περιβάλλον. Μεγαλώνουμε παιδιά που θέλουμε να αντιμετωπίσουν τον κόσμο με αυτοπεποίθηση, χωρίς να χρειάζονται δεκανίκια».
Στους 6-7 μήνες εκδηλώνεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, η έντονη επιθυμία του βρέφους να βρίσκεται κοντά σε ένα και μόνο πρόσωπο –συνήθως τη μητέρα. Όταν αποχωρίζεται το πρόσωπο αυτό το μωρό βιώνει έντονη δυσφορία, η οποία ονομάζεται φόβος του αποχωρισμού, και ταυτόχρονα βιώνει άγχος για τα άγνωστα πρόσωπα που βρίσκονται τις στιγμές εκείνες μαζί του.Οι γονείς οφείλουν να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας για το παιδί, είτε το μεγαλώνουν οι ίδιοι είτε οι παππούδες είτε κάποια νταντά. Το παιδί δεν γεννιέται φοβικό, γι’αυτό αν παρουσιάζει τέτοια σημάδια με τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα του, κάτι δεν λειτουργεί σωστά», λέει η παιδοψυχολόγος κ. Μαρία Σαράντη. Μαζί της συμφωνεί και η κ. Κυριακίδου και συμπληρώνει ότι «ο άνθρωπος που θα προσέχει και θα φροντίζει το παιδί τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ιδανικά κάποια γιαγιά, χρειάζεται να μην αλλάζει, να παραμένει ο ίδιος, ώστε το παιδία να αισθανθεί τη δέσμευση που έχει ανάγκη. Επίσης, όταν η μαμά επιστρέφει από την εργασία της χρειάζεται να ασχολείται με το παιδί της και να είναι παρούσα 100% τις ώρες που θα είναι μαζί του».
Ο φόβος στη νηπιακή ηλικία Το Ερευνητικό Ινστιτούτο Θεραπείας Εκπαίδευσης αναφέρει πως στη νηπιακή ηλικία εμφανίζονται για πρώτη φορά φοβίες για φανταστικά και υπερφυσικά όντα (π.χ. φαντάσματα, μάγισσες κ.λ.π.), φόβος για το σκοτάδι (νυκτοφοβία), αλλά και για πράγματα και καταστάσεις που τους προκάλεσαν πόνο (π.χ. παιδίατρος). Άλλες συχνές φοβίες στις ηλικίες αυτές έχουν να κάνουν με τις καταιγίδες (βροντές-αστραπές), την θάλασσα και τα ζώα (π.χ. ένας μεγάλος σκύλος που γαβγίζει).
Σταδιακά, όσο το παιδί μεγαλώνει ξεκινούν οι φόβοι του θανάτου, της ασθένειας, των τραυμάτων, των ατυχημάτων, εντείνεται ο φόβος του σκοταδιού, ενώ μπορεί να γεννηθεί η άρνηση του παιδιού να μείνει μόνο του.
Το παιδί, δηλαδή, αρχίζει σιγά-σιγά να αποκτά τις δικές του εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε καταστάσεις φόβου (π.χ. αν έκαψε μια φορά το χέρι το με ένα κερί, μπορεί να φοβάται τα κεριά), ενώ μπορεί και να «κληρονομήσει» τους φόβους και τις φοβίες των γονιών του (αν, για παράδειγμα, η μητέρα είναι κλειστοφοβική και εκφράζει τρόμο κάθε φορά που μπαίνει σε ασανσέρ, το πιθανότερο είναι ότι το παιδί θα μιμηθεί αυτή την αντίδραση).
Όπως επισημαίνει η κ. Σαράντη «σημαντικό σε αυτές τις ηλικίες είναι να μην προκαλεί ο γονιός φόβους, δηλαδή να μην τρομοκρατεί το παιδί με κουβέντες όπως ‘φάε το φαί σου γιατί θα έρθει ο λύκος’ και κυρίως να μην το κοροϊδέψουν για τους φόβους του».
Ο φόβος στην παιδική -σχολική- ηλικία Όταν το παιδί εισέρχεται στην φάση της σχολικής ζωής στους φόβους της νηπιακής ηλικίας -ή έστω σε αυτούς που δεν έχουν ακόμα εξασθενίσει- προστίθενται διάφορες σχολικές φοβίες, οι οποίες συνδέονται με κάποια δυσάρεστη κατάσταση που το παιδί βίωσε εκεί.
Από τα 10 έτη και μετά οι περισσότερες παιδικές φοβίες (π.χ. φαντάσματα, σκοτάδι κ.λ.π.) κατά κανόνα εξαφανίζονται, ενώ εντείνονται οι ρεαλιστικοί φόβοι, τόσο για το σχολείο (π.χ. εξετάσεις, σχέσεις με καθηγητές) όσο και για την συνολική ζωή και το μέλλον του παιδιού.
«Και είναι τότε που οι γονείς πρέπει να δώσουν έμφαση στην συζήτηση με το παιδί, να βρουν την αιτία των φόβων του και να μην το κρίνουν, π.χ. λέγοντας ‘οι άνδρες δεν φοβούνται’ ή ‘μωρό είσαι και φοβάσαι;’», συμπληρώνει η παιδοψυχολόγος.
Πώς βιώνουν τα παιδιά τον φόβο; Σύμφωνα με την ψυχολόγο κ. Αγγελική Παναγιωτοπούλου, το πρώτο πράγμα που επιδιώκουν τα παιδιά εν όψει μιας κατάστασης που τα φοβίζει είναι να την αποφύγουν –π.χ. να μην θέλουν να κοιμηθούν μόνα τους τα βράδια ή να μην θέλουν να πλησιάσουν ένα αντικείμενο ή ένα ζώο.
Την ίδια στιγμή, ειδικά αν δεν είναι σε θέση να εκφράσουν λεκτικά τον φόβο τους, εκδηλώνουν σωματικά συμπτώματα, όπως πόνο στην κοιλιά, εφίδρωση, ταχυπαλμία, αίσθημα τρόμου, ζάλη. Επίσης, τις στιγμές εκείνες, ζητούν συνήθως επίμονα την παρουσία του γονιού.
Ένας φόβος ή μια φοβία, όμως, που δεν θα αντιμετωπιστεί ή, αντίθετα, που θα επιδεινωθεί, μπορεί σιγά-σιγά να εξελιχθεί με κρίσεις πανικού και επεισόδια άγχους, συχνά και απέναντι σε καταστάσεις από τις οποίες το παιδί δεν κινδυνεύει πραγματικά, αλλά έτσι πιστεύει. Όπως λέει και η κ. Κυριακίδου, «οι φόβος είναι ένα συναίσθημα απαραίτητο για την επιβίωσή μας».
Ο ρόλος του γονιού στην διαχείριση και αντιμετώπιση των φόβων Παρόλο που οι παιδικές φοβίες είναι, ως επί το πλείστον, παροδικές αντιδράσεις και εξαφανίζονται με την ανάπτυξη του παιδιού, δεν παύουν να του προκαλούν έστω και παροδική αναστάτωση. Άλλωστε, «το πώς θα μεγαλώσουμε το παιδί μας και σε τι περιβάλλον θα αναπτυχθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι καθοριστικό στο αν το παιδί θα βιώνει τους φυσιολογικούς φόβους ή θα αναπτύξει κάποιες διαταραχές στην ενήλικη ζωή του», λέει η κ. Κυριακίδου.
Ωφέλιμο, λοιπόν, είναι οι γονείς να σταθούν στο πλευρό του παιδιού εκείνες τις στιγμές, αφενός ενθαρρύνοντας το να εξηγήσει τους φόβους του, ώστε να διακρίνει μόνο του αν είναι ρεαλιστικοί ή μη, αφετέρου βοηθώντας το να αναπτύσσει τεχνικές για να τους αντιμετωπίζει, π.χ. αν φοβάται το σκοτάδι, να ανάβει το φως.
Άλλες στρατηγικές που μπορούν οι γονείς να ακολουθήσουν για να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, όπως συμβουλεύει το Ε.Ι.Θ.Ε., είναι:
-Να φέρνουν το παιδί σε επαφή με το αντικείμενο του φόβου του, σταδιακά και σε συνθήκες που να νιώθει ασφαλές, και να του εξηγούν για ποιους λόγους δεν χρειάζεται να φοβάται.
-Να ενθαρρύνουν το παιδί να δοκιμάζει νέες, διαφορετικές καταστάσεις, αλλά και να το προετοιμάζουν γι’αυτές.
-Καθώς μεγαλώνει, να ενθαρρύνουν την αυτονομία του.
-Να του δίνουν παραδείγματα συνομηλίκων του που δεν έδειξαν φόβο προς το ίδιο φοβικό ερέθισμα.
-Να προσπαθούν να συνδέουν με ευχάριστα συναισθήματα το φοβικό αντικείμενο (π.χ. σκοτάδι έχει και στο σινεμά, αλλά εκεί δεν φοβούνται).
-Και φυσικά, να ελέγχουν οι ίδιοι τις δικές τους αδικαιολόγητες φοβίες, για να μην αποτελούν κακό πρότυπο για το παιδί.
Εφόσον, βέβαια, οι φόβοι και οι φοβίες των παιδιών χειροτερέψουν και αρχίσουν να δημιουργούν προβλήματα στην ζωή του, είναι απαραίτητο οι γονείς να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό (ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή με εξειδίκευση στα παιδιά) ώστε να μειωθεί το άγχος τους και να μπορέσουν να έχουν μία ποιοτική ζωή. Παράλληλα, πιθανώς να χρειαστεί να παρακολουθήσουν και οι ίδιοι οι γονείς κάποιες συνεδρίες συμβουλευτικές για να κατανοήσουν το πρόβλημα και να υιοθετήσουν την σωστή συμπεριφορά που θα βοηθήσει το παιδί τους.
πηγη. in2life
:: Develope
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου