«Μαμά, φοβάμαι ν’ ανέβω στο δέντρο.»
Ανώριμος γονιός: «Μα είναι δυνατόν, τι φοβάσαι μεγάλο παιδί; Δεν
υπάρχει κανένας λόγος. Έλα ν’ ανέβεις, λοιπόν, στο δέντρο, κοίτα τα άλλα
παιδάκια που το κάνουν!»
Ώριμος γονιός: «Το καταλαβαίνω, πες μου πώς νιώθεις. Εγώ είμαι εδώ
για να σε προστατεύω, αν θέλεις μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά αν δε νιώθεις
έτοιμος (π.χ. ν’ ανέβεις στο δέντρο) δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως κάνεις
τόσα άλλα σπουδαία πράγματα.»
Ο ώριμος γονιός δεν υποβαθμίζει το φόβο του παιδιού του, κατανοεί ότι
ένα μικρό παιδί κάνει καινούρια πράγματα και λογικό είναι να φοβάται.
Δεν το καταπιέζει να κάνει κάτι, μόνο και μόνο για να τονωθεί ο ίδιος
(ότι τα κατάφερε το παιδί του) ή δε νιώθει ότι κάτι περισσότερο σημαίνει
αυτό. Φυσικά, δεν κάνει συγκρίσεις με άλλα παιδάκια. Και πάνω απ’ όλα, το
ρωτά πώς νιώθει για ν’ αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης.
Ανώριμος γονιός: «Τι βλακείες είναι αυτές, δεν υπάρχουν φαντάσματα.»
Ώριμος γονιός: «Ναι; για πες μου πώς ήταν; Νόμιζα κι εγώ όταν ήμουν
μικρή ότι είχα δει, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι έκανα λάθος.»
Με την απάντησή του αυτή ένας ανώριμος γονιός προσπαθεί να κάνει το
παιδί του να μην φοβάται. Δεν το κάνει δηλαδή για κακό (προφανώς). Έτσι
όμως, δεν πείθεται ένα μικρό παιδί. Επίσης, το παιδί θέλει σημασία, χρόνο.
Το καλύτερο, λοιπόν, είναι να το ρωτήσουμε περισσότερα γι’ αυτό που μας
λέει, να μπούμε στη θέση του, να του πούμε πως κι εμείς κάποτε ήμασταν
σαν κι αυτό, και μέσα από την κουβέντα μας να ηρεμήσει και να πεισθεί.
«Μαμά, ο Γιαννάκης με έδειρε.»
Ανώριμος γονιός: «Να τον δείρεις κι εσύ.»
Ώριμος γονιός: «Πόνεσες; Είσαι καλά; Εγώ είμαι εδώ, για πες μου, όμως,
τι συνέβη; Ποιος ξεκίνησε πρώτος; Μήπως την επόμενη φορά πρέπει να το
πεις στη δασκάλα;»
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ωθήσουμε το παιδί ν’ ανταποδώσει το
χτύπημα. Έτσι, ενισχύουμε επιθετικές συμπεριφορές. Πρέπει πρώτα να
ρωτήσουμε πώς είναι, πώς νιώθει, τι συνέβη, αφού μέσα από την κουβέντα
μπορεί να φανεί πως το δικό μας παιδί προκάλεσε τον καυγά. Αν πρόκειται,
όμως, για ένα παιδάκι που μονίμως έχει επιθετική συμπεριφορά, πρέπει το
δικό μας παιδί ν’ απευθυνθεί στη δασκάλα κι αν αυτό επαναληφθεί, θα
μιλήσουμε πλέον εμείς στο σχολείο.
«Θέλω κι εμένα να μου πάρεις αυτό το παιχνίδι. Η Μαρία το έχει.»
Ανώριμος γονιός: «Θα στο πάρω» ή «Όχι, δε με νοιάζει τι κάνει η Μαρία.»
Ωριμος γονιός: «Η Μαρία είναι σε μια άλλη οικογένεια. Κι έχει κι
άλλα πράγματα που εσύ δεν τα έχεις, όπως εσύ έχεις δεκάδες πράγματα που
δεν έχει η Μαρία. Για να δούμε τι είναι αυτό το παιχνίδι, δεν έχεις κάτι
ανάλογο; Μήπως να περιμένουμε τα γενέθλιά σου; Δε γίνεται διαρκώς να
αγοράζουμε παιχνίδια.»
Ο ώριμος γονιός, όπως είπαμε και στην αρχή, έχει αυτοπεποίθηση.
Πιστεύει δηλαδή, ότι είναι καλός γονιός, άρα δε νιώθει ενοχικά που δεν
έχει το παιδί του αυτό το παιχνίδι, ούτε μπαίνει σε συγκρίσεις με άλλες
οικογένειες. Ξέρει πως το παιδί του είναι ευτυχισμένο, γιατί έχουν μεταξύ
τους καλή σχέση. Αυτό είναι πολύ βασικό να το μάθει ένα παιδί, γιατί
πάντα στη ζωή θα υπάρχει κάποιος που θα έχει κάτι περισσότερο. Το θέμα
είναι πως τα παιδιά επηρεάζονται φυσικά. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Και μπορούμε κάπου κάπου να κάνουμε πίσω. Όχι, όμως, διαρκώς, διότι έτσι
θα δημιουργήσουμε ανασφάλεια στο παιδί, ότι δεν είμαστε σταθεροί σ’ αυτά
που λέμε και κάνουμε, ότι μπορεί να μας χειριστεί και στο τέλος δε θα
μπορεί να διαχειριστεί το ίδιο μεγαλώνοντας το «όχι».
«Μαμά δε θέλω να διαβάσω.»
Ανώριμος γονιός: «Δε θα βγεις από το δωμάτιό σου αν δεν τελειώσεις τα μαθήματά σου.»
Ώριμος γονιός: «Σε
απασχολεί κάτι και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς;
Είσαι κουρασμένο; Έλα να το συζητήσουμε. Θέλεις να παίξεις για κανένα
τεταρτάκι και μετά να πας να κάνεις τα μαθήματά σου; Πώς θα νιώσεις αν
αύριο σε ρωτήσει κάτι η δασκάλα και είσαι αδιάβαστος; Δυστυχώς δε
γίνεται να μη διαβάσεις. Είναι η μοναδική σου υποχρέωση. Πάρε λίγο χρόνο
και πες μου όταν είσαι έτοιμος. Αν μάλιστα τελειώσεις γρήγορα θα πάμε
και μια μικρή βόλτα.»
Κι εμείς κουραζόμαστε και βαριόμαστε πολλές φορές, απόλυτα το
καταλαβαίνουμε. Αλλά έχουμε μάθει πως μερικά πράγματα είμαστε
υποχρεωμένοι να τα κάνουμε. Γιατί διαφορετικά θα έχουμε επιπτώσεις. Το
ίδιο πρέπει να μάθει κι ένα παιδί. Και η επίπτωση δεν είναι μια τιμωρία
άσχετη, όπως δε θα φας παγωτό. Αλλά ότι αν είσαι αδιάβαστος θα εκτεθείς
στην τάξη ή αν δεν τελειώσεις τα μαθήματά σου δε θα πάμε βόλτα, όχι
γιατί είναι τιμωρία, γιατί δεν θα υπάρχει άλλος χρόνος. Τέλος, πρέπει να
μάθει πως η μοναδική υποχρέωση που έχει είναι το σχολείο και τα μαθήματά
του.
«Κλαίω γιατί τσακώθηκα με το φίλο μου.»
Ανώριμος γονιός: «Μα είναι δυνατόν να κλαις για βλακείες; Κλαίνε οι άντρες; Άντε σταμάτα.»
Ώριμος γονιός: «Έλα σ’ εμένα στην αγκαλιά μου να κλάψεις. Πες μου τι συνέβη; Πώς νιώθεις;»
Όταν βλέπουμε ένα παιδί να κλαίει νιώθουμε άβολα (δε θα ’πρεπε, όμως).
Έτσι προσπαθούμε να το σταματήσουμε. Αυτό όμως, δεν το ενθαρρύνει να
εκφράζει τα συναισθήματά του και τα κρατάει μέσα του. Δεν μπορεί να μας
εμπιστευθεί ή την επόμενη φορά απλώς δε θα κλάψει κοντά μας κι έτσι θα
χάσουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του, να του μάθουμε να
αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Του δείχνουμε,
λοιπόν, ότι είμαστε εκεί, είμαστε δίπλα του και αποδεχόμαστε πλήρως αυτό
που νιώθει.
«Μη φεύγεις, θα μου λείψεις.»
Ανώριμος γονιός: «Τι να κάνω παιδί μου, πρέπει να πάω στη δουλειά. Καλημέρα.»
Ώριμος γονιός: «Κι εμένα θα μου λείψεις πολύ. Πρέπει όμως, να πάω στη
δουλειά, αλλά θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα κάτσεις εδώ να παίξεις με αυτό
κι αυτό, θα μου ετοιμάσεις και μια ζωγραφιά, θα περάσεις όμορφα και όταν
θα έχεις παίξει, ζωγραφίσει και φάει, εγώ θα έρθω, θα σε πάρω μια
τεράστια αγκαλιά και θα παίξουμε ό,τι θέλεις εσύ. Μήπως θέλεις να πάμε
και στην παιδική χαρά; Σε 5 ώρες θα είμαι πίσω.»
Το παιδί δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να πάμε στη δουλειά. Και η
εξήγηση αλλάζει με βάση την ηλικία του παιδιού. Του δημιουργούμε λοιπόν
τις συνθήκες για να περάσει καλά σπίτι και του υποσχόμαστε κάτι που θα
κάνουμε μαζί όταν επιστρέψουμε. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένες να το
τηρήσουμε, ό,τι κι αν έχει συμβεί, γιατί αλλιώς θα χάσουμε την
αξιοπιστία μας.
«Θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι σας.»
Ανώριμος (και κουρασμένος) γονιός: «Άντε, έλα.»
Ώριμος (ακόμη κι αν είναι κουρασμένος) γονιός: «Αγάπη μου αυτό δε
γίνεται. Εδώ κοιμάται μόνο η μαμά με τον μπαμπά. Εσύ έχεις δικό σου
κρεβάτι και δικό σου δωμάτιο, όπου έχεις τα παιχνίδια σου κι όλα τα ωραία
σου πράγματα. Όλοι μαζί δεν κοιμόμαστε καλά και όλοι έχουμε ανάγκη από
ύπνο. Μπορώ, όμως, να έρθω στο κρεβάτι σου να σου διαβάσω ένα παραμύθι, να
μιλήσουμε για πολλή ώρα μέχρι να νιώσεις πως είσαι έτοιμο να κοιμηθείς.
Ποιο παραμύθι θέλεις να σου πω;»
Πρέπει εμείς, λοιπόν, που θέλουμε να είναι καλά και να γίνει υγιής
συναισθηματικά ενήλικας, να θέσουμε τα όρια και να είμαστε αυστηροί σε
αυτό. Όχι στον τόνο της φωνής μας, αλλά σ’ αυτό που λέμε!
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου